- τσέτνικ
- ο, Νσυν. στον πληθ. οι τσέτνικοισερβική ανταρτική δύναμη που συγκροτήθηκε κατά τη διάρκεια τού Β' Παγκόσμιου Πολέμου για να προβάλει αντίσταση στις δυνάμεις εισβολής τού Άξονα, αλλά τελικά συνεργάστηκε μαζί τους και πολέμησε εναντίον τών παρτιζάνων ανταρτών τού Τίτο και τού πληθυσμού που τούς υποστήριζε.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. chetnic < σερβ. četnic < četa «ομάδα, συντροφιά, σπείρα» < λατ. caterva «πλήθος, στίφος, μπουλούκι»].
Dictionary of Greek. 2013.