τσέτνικ

τσέτνικ
ο, Ν
συν. στον πληθ. οι τσέτνικοι
σερβική ανταρτική δύναμη που συγκροτήθηκε κατά τη διάρκεια τού Β' Παγκόσμιου Πολέμου για να προβάλει αντίσταση στις δυνάμεις εισβολής τού Άξονα, αλλά τελικά συνεργάστηκε μαζί τους και πολέμησε εναντίον τών παρτιζάνων ανταρτών τού Τίτο και τού πληθυσμού που τούς υποστήριζε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. chetnic < σερβ. četnic < četa «ομάδα, συντροφιά, σπείρα» < λατ. caterva «πλήθος, στίφος, μπουλούκι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Μιχαήλοβιτς, Ντράγκαν — (Ιβάνιτσα 1893 – Βελιγράδι 1946). Σέρβος στρατηγός. Πήρε μέρος στον πόλεμο εναντίον των Τούρκων (1912) και στον A’ Παγκόσμιο πόλεμο, και αργότερα διορίστηκε στρατιωτικός ακόλουθος στη Σόφια (1934) και την Πράγα (1936). Μετά την εδραίωση της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”